- σμικρᾶι
- σμῑκρᾷ , μικρόςsmallfem dat sg (attic doric aeolic)σμῑκρᾷ , σμικρόςsmallfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμικραί — σμῑκραί , μικρός small fem nom/voc pl σμῑκραί , σμικρός small fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)